faire un pari - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

faire un pari - translation to Αγγλικά

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
PARI; Pari (disambiguation); Pari (film); Pari (2018 film)

faire un pari      
wager

Ορισμός

laissez-faire
[?l?se?'f?:]
¦ noun a policy of non-interference, especially abstention by governments from interfering in the workings of the free market.
Derivatives
laisser-faireism noun
Origin
Fr., lit. 'allow to do'.

Βικιπαίδεια

Pari

Pari or PARI may refer to:

Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για faire un pari
1. Il y a beaucoup de façons par lesquelles les investisseurs peuvent exprimer leurs vues sur la volatilité. Par exemple, il leur est possible de faire un pari sur les indices de volatilité tels que l‘indice Vix.